ἱεράρχης
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
ἱεράρχου, ὁ,
A president of sacred rites, high priest, high-priest, IG7.303 (Oropus), 9(1).32 (Stiris): Boeot. ἱαράρχας Schwyzer515.4,al.:—hence Boeot. ἱαραρχίω, to be high priest, ib.544.4.
German (Pape)
[Seite 1240] ὁ, Oberhaupt der Priester, der die Aufsicht über den Gottesdienst u. alle kirchlichen Angelegenheiten führt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεράρχης: -ου, ὁ, ὁ τῶν ἱερῶν τελετῶν ἄρχων, ὁ φροντίζων καὶ προνοῶν περὶ αὐτῶν. Συλλ. Ἐπιγρ. 1570α. 13. 2) ἀρχιερεύς, ἐπίσκοπος, Ψευδο-Διον. 181Β, 164Α, Εὐάγρ. 2468Α.
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ ἱεράρχης, Α βοιωτ. τ. ἱεράρχας)
ο επίσκοπος, ο μητροπολίτης ή ο πατριάρχης
(νεοελλ.-μσν.) φρ. «οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι» — οι τρεις επιφανείς πατέρες της Εκκλησίας και θεολόγοι του Δ' αιώνα, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, οι οποίοι έχουν ανακηρυχθεί προστάτες τών Γραμμάτων
αρχ.
ο επικεφαλής της λατρευτικής ομάδας, ο προεξάρχων ιερής τελετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -άρχης (πρβλ. γυμνασιάρχης, μονάρχης)].