Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
adj.
P. φιλόπονος, φιλεργός, V. πολύπονος.
Zealous: P. and V. σπουδαῖος (Soph., Frag.), πρόθυμος.
Persevering: P. and V. λιπαρής (Plat.), Ar. γλισχρός, V. ἔμπεδος.
Continuous: P. συνεχής.