Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Full diacritics: δειλιαίνω | Medium diacritics: δειλιαίνω | Low diacritics: δειλιαίνω | Capitals: ΔΕΙΛΙΑΙΝΩ |
Transliteration A: deiliaínō | Transliteration B: deiliainō | Transliteration C: deiliaino | Beta Code: deiliai/nw |
make afraid, LXXDe.20.8.
asustar, intimidar τὴν καρδίαν LXX De.20.8.
[Seite 537] furchtsam machen, LXX.
δειλιαίνω: κάμνω τινὰ νὰ φοβῆται, Ἑβδ. (Δευτ. κ΄, 8).
δειλιαίνω (AM) δειλία
εμπνέω φόβο σε κάποιον.