ζῶσις
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
εως, ἡ, (ζώννυμι) girding on, cincture, σάκκων LXXIs.22.12.
German (Pape)
[Seite 1145] ἡ, das Gürten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζῶσις: -εως, ἡ, (ζώννυμι) ζώσιμον περίζωσις, σάκων Ἑβδ. (Ἡσαΐ. κβ΄, 12), Ἐκκλ. ΙΙ. ἡ ὀσφύς, ἡ «μέση», Ἀχμ. Ὀνειρ. 178, Κ. Δ. Ἀποκαλ. 59.