ξυλοφορία
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ἡ, A wood-carrying, Lys.Fr.325 S. II wood-offering, LXXNe.10.34(35).
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, das Holztragen; Lys. bei Poll. 7, 131; LXX.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλοφορία: ἡ носка дров Lys.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοφορία: ἡ, τὸ φέρειν ξύλα, Λατ. lignatio, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 131.
Greek Monolingual
ξυλοφορία, ἡ (ΑΜ) ξυλοφόρος
μεταφορά ξύλων
αρχ.
προσφορά ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ).