ἐρυθαίνω
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
aor. ἐρύθηνα A.R.1.791, LXXWi.13.14:—Pass., Hom. (v. infr.), etc.:—poet. and later Prose word for ἐρυθραίνω, ἐρεύθω, dye red, αἷμα πέπλον ἐρύθηνεν A.R.4.474; φύκει -ήνας χρόαν LXX l.c.; make to blush, A.R.1.791:—Pass., to be dyed red, ἐρυθαίνετο αἵματι γαῖα Il.10.484, cf. 21.21: c. gen., Nonn.D.11.92 (s.v.l.); blush scarlet, AP12.8 (Strat.):—Pass., also in later Prose, Arr. ap. Stob.1.31.8, Poll.2.87.
German (Pape)
[Seite 1035] = ἐρυθραίνω, von ἐρεύθω gebildet, röthen, roth färben; πέπλον Ap. Rh. 4, 474; παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηΐδας, erröthen machen, 1, 791, öfter. – Pass. roth werden, sich röthen, ἐρυθαίνετο αἵματι ὕδωρ Il. 21, 21; 10. 484 u. sp. D., wie Bion. 1, 35 Arat. 835; auch in späterer Prosa.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ἐρύθηνα;
faire rougir ; Pass. devenir rouge : αἵματι IL de sang.
Étymologie: ἐρεύθω.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῠθαίνω: окрашивать в красный цвет, обагрять, pass. краснеть, обагряться (ἐρυθαίνετο αἵματι ὕδωρ, sc. ποταμοῖο Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῠθαίνω: ἀόρ. ἐρύθηνα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 791: - ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐρυθραίνω, ποιῶ τι ἐρυθρόν, ὁ αὐτ. Δ. 474. Κάμνω τι νὰ κοκκινήσῃ, παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηΐδας ὁ αὐτ. Α. 791: - παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Παθ., γίνομαι ἐρυθρός, ἐρυθαίνετο αἵματι γαῖα Ἰλ. Κ. 484, Φ. 21 (ἐν τῷ ἐνεργ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον ἐρεύθω)˙ μετὰ γεν., Νόνν. Δ. 11. 92˙ γίνομαι καταπόρφυρος, Ἀνθ. Π. 12. 8. - Παθ. ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Ἀρρ. παρὰ Στοβ. παράρτ. 2. 5, Πολυδ. Β΄, 87, Εὐμάθ. σ. 22 (μετὰ διαφ. γρ. ἐρυθραίνεται).