ἐνδιαβάλλω

From LSJ
Revision as of 12:07, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδιαβάλλω Medium diacritics: ἐνδιαβάλλω Low diacritics: ενδιαβάλλω Capitals: ΕΝΔΙΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: endiabállō Transliteration B: endiaballō Transliteration C: endiavallo Beta Code: e)ndiaba/llw

English (LSJ)

A calumniate, Ctes.Fr.29.10, LXX Ps.108(109).4, Luc. Cal.24 (Act. and Pass.). 2 stand in the way as an adversary, LXX Nu.22.22.

Spanish (DGE)

1 denigrar, acusar falazmente, calumniar c. ac. de pers. ἀφικνεῖται πρὸς Καμβύσην ἐνδιαβάλλων τὸν ἀδελφὸν ... ὡς ἐπιβουλεύοντα αὐτῷ Ctes.13 (p.460.15), ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με ἐνδιέβαλλόν με LXX Ps.108.4, cf. Iren.Lugd.Haer.4.20.12, τοὺς ἐξηγητάς Eus.HE 6.19.2, en v. pas. ὁ ἐνδιαβαλλόμενος Luc.Cal.24.
2 desviar, apartar de un propósito o intención ἀνέστη ὁ ἄγγελος τοῦ θεοῦ ἐνδιαβάλλειν αὐτόν LXX Nu.22.22.

German (Pape)

[Seite 833] (s. βάλλω), darüber verläumden, Luc. calumn. 24.

French (Bailly abrégé)

accuser, acc..
Étymologie: ἐν, διαβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιαβάλλω: (в чем-л.) возводить клевету, клеветать (ὁ ἐνδιαβάλλων καὶ ὁ ἐνδιαβαλλόμενος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαβάλλω: διαβάλλω, κατηγορῶ, «ἐνδιαβαλεῖν, τὸ διαμπὰξ βαλεῖν συκοφαντικῶς» (Εὐστ. Ἰλ. 106. 18), Κτησ. Περσ. 10, Λουκ. π. Διαβολῆς 24.

Greek Monolingual

ἐνδιαβάλλω (Α)
διαβάλλω, κατηγορώἀντί τοῦ ἀγαπᾱν με, ἐνδιέβαλλόν με», ΠΔ.).

Greek Monotonic

ἐνδιαβάλλω: συκοφαντώ, διαβάλλω, κακολογώ, δυσφημώ, σε Λουκ.

Middle Liddell

to calumniate in a matter, Luc.