διαμασάομαι

From LSJ
Revision as of 15:05, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμᾰσάομαι Medium diacritics: διαμασάομαι Low diacritics: διαμασάομαι Capitals: ΔΙΑΜΑΣΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diamasáomai Transliteration B: diamasaomai Transliteration C: diamasaomai Beta Code: diamasa/omai

English (LSJ)

A chew up, Arist.HA612a1, Thphr.CP6.9.1, Apolloph.5, LXX Si.34(31).16, Luc.Alex.12; δ. τὴν γλῶτταν, for ἐνδακεῖν, Alciphr.3.57:—Pass., to be chewed, Arist.Pr.890a25, Gp.12.33. II metaph., carp at, τι Philostr.VSPraef.

Spanish (DGE)

(διαμᾰσάομαι) • Alolema(s): tard. διαμασσ- EM 740.47G.
I 1masticar c. ac. ἀνθέρικον Hp.Coac.491, σκόροδα Ar.Th.494, cf. Apolloph.5, τὰ ξύλα Arist.HA 612a1, τὰ ὀσμώδη Thphr.CP 6.9.1, φύλλον Thphr.HP 9.4.7, τὴν ῥίζαν Luc.Alex.12, τὴν σκίλλαν EM l.c., en v. pas. ὁ κύαμος διαμασώμενος Arist.Pr.890a25, cf. Gp.12.33, τὸ τῆς θρίδακος σπέρμα διαμασηθέν Aët.5.123, σκληρὰ καὶ στερεὰ ἐδέσματα Steph.in Hp.Aph.2.292.24
fig. τὴν ... γλῶτταν διαμασῶμαι me muerdo la lengua, me contengo Alciphr.3.21.2
c. gen. τῆς ἁλμυριζούσης ... γῆς διαμασησάμενος Arist.HA 613a3.
2 peyor. comer vorazmente μὴ διαμασῶ LXX Si.31.16.
3 masticar, desmenuzar fig. pensar con mucha reflexión λόγους Leont.Byz.M.86.1293C.
II fig. burlarse, mofarse τὴν σπουδὴν τοῦ Γοργίου Philostr.VS 483.

German (Pape)

[Seite 589] (s. μασάομαι), zerkauen, Apollophan. com. Ath. III, 75 e; Arist. H. A. 9, 6 u. Sp.; διαμασηθείς auch pass.

Greek (Liddell-Scott)

διαμᾰσάομαι: ἀποθ., μασῶ τι ἐντελῶς, καταμασῶ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 6, 1, Ἀπολλοφ. Κρητ. 1· δ. τὴν γλῶτταν, ἀντὶ ἐνδακεῖν, Ἀλκίφρων 3. 57· - ὡς παθ., μασῶμαι, καταμασῶμαι, Ἀριστ. Προβλ. 8. 6. ΙΙ. μεταφ., προβάλλω μικρὰ λάθη ἢ σφάλματά τινος, ἐπικρίνω, Λατ. arrodere, τι Φιλόστρ. 483.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μασάομαι stuk kauwen.

Léxico de magia

masticar λαβὼν σου τὸν ἔσχατον ψωμὸν δείκνυε τῷ λύχνῳ καὶ δεικνύων λέγε καὶ εἴπας διαμάσησαι καὶ πίε ἐπάνω οἶνον toma el último bocado, muéstralo a la lámpara y al mostrarlo habla y después de hablar mastícalo y bebe vino encima (para una petición de sueños) P XXIIb 33