δαφνίς
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A bayberry, Hp.Morb.2.13, Nat.Mul.33, Thphr.HP1.11.3. 2 bay-tree, PEdgar 21.3 (iii B.C.).
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 baya o fruto de laurel frec. en preparaciones médicas, Hp.Morb.2.13, Nat.Mul.33, Thphr.HP 1.11.3, Dsc.1.40, Sor.104.6, Crit.Hist. en Gal.12.490, Ruf.Fr.75.23, PHarris 98.5 (IV d.C.), Aët.1.108, Paul.Aeg.7.20.19, Hippiatr.29.4, Gp.16.17, de metal, como ofrenda ID 1416A.2.13, 1417B.1.138 (ambas II a.C.).
2 laurel, Laurus nobilis L. τῆς δαφνίδος τὰ μοσχεύματα PCair.Zen.125.3, cf. 184.8 (ambos III a.C.).
German (Pape)
[Seite 525] ίδος, ἡ, Lorbeer, Frucht der δάφνη, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δαφνίς: -ίδος, ἡ, ὁ καρπὸς τῆς δάφνης, δαφνοκούκουτζον, Ἱππ. 465. 44, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 11, 3.
Greek Monolingual
δαφνίς, η (Α) δάφνη
1. ο καρπός της δάφνης
2. η δάφνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαφνίς -ίδος, ἡ [δάφνη] lauriertak.
Léxico de magia
ἡ semilla de laurel σύγχριε δέ σε ὅλον τῷ συνθέματι τούτῳ· δαφνίδας, κύμινον Αἰθιοπικόν, στρύχνον καὶ Ἑρμοῦ δάκτυλον úngete todo con la siguiente mixtura: semillas de laurel, comino etíope, adormidera y dedo de Hermes P II 75