μυλάριον
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
English (LSJ)
τό, Dim. of μύλη 1, of a spell used in grinding salt, PMag.Par.1.3087.
Spanish
Greek Monolingual
μυλάριον, τὸ (Α) μύλη
(για άσμα που τραγουδούσαν κατά το άλεσμα του άλατος) υποκορ. του μύλη.
Léxico de magia
τό molinillo nombre de una práctica para conseguir un vaticinio μαντία Κρονικὴ ζητουμένη, καλουμένη μ. profecía de Cronos, muy buscada, llamada «molinillo» P IV 3087