κακόφημος

From LSJ
Revision as of 18:23, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόφημος Medium diacritics: κακόφημος Low diacritics: κακόφημος Capitals: ΚΑΚΟΦΗΜΟΣ
Transliteration A: kakóphēmos Transliteration B: kakophēmos Transliteration C: kakofimos Beta Code: kako/fhmos

English (LSJ)

ον, ill-sounding, ominous, Sch.S.Aj.214; τὸ κ. evil or ominous words, J.BJ6.5.3; of persons, foul-mouthed, Ptol.Tetr.166. Adv. κακοφήμως = with evil words, abusively, Man.5.323.

German (Pape)

[Seite 1305] von übler Vorbedeutung; – übel berüchtigt, in üblen Ruf bringend, Sp. – Adv., Han. 5, 323.

Greek (Liddell-Scott)

κακόφημος: -ον, κακῶς ἠχῶν, δυσοίωνος, Σχόλ. ἐις Σοφ. Αἴ. 214· τὸ κακόφημον, κακοί, δυσοίωνοι λόγοι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 6. 5, 3. - Ἐπίρρ. -μως, μὲ κακοὺς, ὀνειδιστικοὺς λόγους, ὑβριστικῶς, Μανέθων 5. 323.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόφημος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη συνοικία»)
μσν.-αρχ.
αυτός που ηχεί κακώς, που φέρνει κακές ειδήσεις, δυσοίωνος
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γεμάτο στόμα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφημον
κακοί, δυσοίωνοι λόγοι.
επίρρ...
κακοφήμως (Μ)
με κακούς, δυσφημιστικούς, ονειδιστικούς λόγους, υβριστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φημος (< φήμη), πρβλ. αγλαόφημος, ψευδόφημος].

Translations

Arabic: بَذِيء اللِّسَان‎; Catalan: malparlat, renegaire, llenguallarg; Danish: grov i munden; Finnish: rääväsuinen; French: mal embouché; German: unflätig, mit Schimpfwörtern um sich werfend; Greek: αθυρόστομος; Ancient Greek: αἰσχροεπής, αἰσχρολόγος, βρωμολόγος, κακόστομος, κακόφημος, μιαρόγλωσσος; Italian: sboccato, scurrile; Latin: maledicax; Norwegian Bokmål: rappkjeftet; Polish: niewyparzony; Portuguese: desbocado; Scots: roch; Spanish: malhablado, desbocado, deslenguado, lenguaraz; Tagalog: palamura; Westrobothnian: fulmönt