ἐπαρχεία
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
ἡ, A office of praefectus, IG12(3).336.22 (Thera). II = ἐπαρχία 1 SIG683.65 (ii B. C.), IG14.951 (i B. C.), etc.
Greek Monolingual
ἐπαρχεία, η (Α) έπαρχος
επιγρ.
1. η αρχή και το αξίωμα του επάρχου
2. επαρχία, το διαμέρισμα μιας επικράτειας που διοικείται από τον έπαρχο.
Chinese
原文音譯:™parc⋯a 誒普-阿而希阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-原始
字義溯源:行政特區,省;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(ἄρχω)*=為首)組成
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 省(1) 徒25:1;
2) 省人(1) 徒23:34
French (New Testament)
c. ἐπαρχία