ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Full diacritics: ἐμπαιγμονή | Medium diacritics: ἐμπαιγμονή | Low diacritics: εμπαιγμονή | Capitals: ΕΜΠΑΙΓΜΟΝΗ |
Transliteration A: empaigmonḗ | Transliteration B: empaigmonē | Transliteration C: empaigmoni | Beta Code: e)mpaigmonh/ |
ἡ, mockery, 2 Ep.Pet. 3.3.
-ῆς, ἡ
burla, mofa ἐν ἐμπαιγμονῇ ἐμπαῖκται ... πορευόμενοι 2Ep.Petr.3.3.
ἐμπαιγμονή, η (Α)
εμπαιγμός.
ἐμπαιγμονή: ἡ и ἐμπαιγμός ὁ глумление NT.
ῆς (ἡ) raillerie
ἐμπαίζω