πεπερασμενάκις

From LSJ
Revision as of 12:08, 22 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπερασμενᾰ́κις Medium diacritics: πεπερασμενάκις Low diacritics: πεπερασμενάκις Capitals: ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΑΚΙΣ
Transliteration A: peperasmenákis Transliteration B: peperasmenakis Transliteration C: peperasmenakis Beta Code: peperasmena/kis

English (LSJ)

[ᾰ], a definite number of times, τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα = and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite, Arist.APo.82b32.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πλειστ-άκις)].

Russian (Dvoretsky)

πεπερασμενάκις: adv. определенное число раз Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πεπερασμενάκις: πεπερασμένως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 21, 5.