Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νυκτερείσιος

From LSJ
Revision as of 22:37, 22 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερείσιος Medium diacritics: νυκτερείσιος Low diacritics: νυκτερείσιος Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΙΣΙΟΣ
Transliteration A: nyktereísios Transliteration B: nyktereisios Transliteration C: nyktereisios Beta Code: nukterei/sios

English (LSJ)

ον, (νύξ, ἐρείδω) Com. Adj. formed like νυκτερήσιος, sens. obsc., ἔργα Ar.Th.204.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερείσιος: (игра слов, по созвучию с ἐρείδω Arph.) = νυκτερήσιος.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερείσιος: ἐσφαλ. γραφὴ ἀντὶ νυκτερήσιος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

νυκτερείσιος, -ον (Α)
(κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) αντί νυκτερήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από το νυκτερήσιος με παρετυμολογική επίδραση του ρ. ἐρείδω χάριν λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη].