φωνάεις

From LSJ
Revision as of 16:32, 23 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνᾱ́εις Medium diacritics: φωνάεις Low diacritics: φωνάεις Capitals: ΦΩΝΑΕΙΣ
Transliteration A: phōnáeis Transliteration B: phōnaeis Transliteration C: fonaeis Beta Code: fwna/eis

English (LSJ)

v. φωνήεις.

German (Pape)

[Seite 1321] dor. = φωνήεις, aber auch in sp. Prosa, wie bei Plut. u. Ath. vorkommend, s. Lob. Phryn. 639.

Russian (Dvoretsky)

φωνάεις: άεσσα, ᾶεν дор. = φωνήεις.

Greek (Liddell-Scott)

φωνάεις: ἴδε ἐν λ. φωνήεις.

English (Slater)

φωνᾱεις having a voice, that speaks πολλά μοι βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν (O. 2.85) τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ (O. 9.2) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι speaking with immortal voice (I. 4.40)

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. φωνήεις.

Greek Monotonic

φωνάεις: Δωρ. αντί φωνήεις.