κορινθιάζομαι

From LSJ
Revision as of 18:36, 2 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορινθιάζομαι Medium diacritics: κορινθιάζομαι Low diacritics: κορινθιάζομαι Capitals: ΚΟΡΙΝΘΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: korinthiázomai Transliteration B: korinthiazomai Transliteration C: korinthiazomai Beta Code: korinqia/zomai

English (LSJ)

practise fornication, because Corinth was famous for its courtesans, Ar. Fr. 354; — Act. in Hsch.

Greek Monolingual

κορινθιάζομαι (Α) κορίνθιος
1. ασκώ το επάγγελμα της πόρνης, όπως οι εταίρες της αρχαίας Κορίνθου
2. είμαι μαστροπός
3. καλλωπίζομαι όπως οι εταίρες.

Russian (Dvoretsky)

κορινθιάζομαι: жить по-коринфски, т. е. распутничать Arph.