σπογγίον
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
τό, small sponge, Dim. of σπόγγος, Ar.Ach.463 (σφογγίον), Dsc.Eup.1.197. II an ἐπίθεμα of this name, Paul.Aeg.3.48.
German (Pape)
[Seite 922] τό, dim. von σπόγγος, Schwämmchen, οπογγίῳ βεβυσμένον χυτρίδιον Ar. Ach. 439.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπογγίον, τό [σπόγγος] demin. sponsje.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
σπογγίον: τό маленькая губка Arph.
Greek Monolingual
και σφογγίον, τὸ, Α σπόγγος, σφόγγος]
1. μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι
2. είδος επιθέματος.
Greek Monotonic
σπογγίον: τό, υποκορ. του σπόγγος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σπογγίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπόγγος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, Ἡσύχ.· ἴδε σπόγγος ἐν τέλ.