Τιρύνθιος

From LSJ
Revision as of 21:15, 11 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Tirynthe ; ἡ Τιρυνθίη χώρη HDT le territoire de Tirynthe ; οἱ Τιρύνθιοι HDT les Tirynthiens.
Étymologie: Τίρυνς.

English (Slater)

Τῑρύνθιος Tirynthian πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος Μολίονες ὑπερφίαλοι (O. 10.31) pro subs., Τλαπολέμῳ Τιρυνθίων ἀρχαγέτᾳ (O. 7.78) (Τελαμών), τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε (sc. Ἡρακλέης) σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον (I. 6.28)

Russian (Dvoretsky)

Τῑρύνθιος: II ὁ тиринфянин Pind., Her.
тиринфский Pind., Her., Soph., Eur.