ἱππιατρικός
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ή, όν, of or for farriery; ἱππιατρικόν, τό, a work on farriery, Suid. s.v. Χείρων; ἱππιατρικά, τά, title of extant compilation; also ἱππιατρικόν, τό, tax on farriers, PHib. 1.45.21 (iii BC).
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἱππιατρικός, -ή, -όν, Μ θηλ. και ἱπποϊατρική) ιππίατρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία τών αλόγων
2. το θηλ. ως ουσ. η ιππιατρική
κλάδος της κτηνιατρικής που έχει αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων που προσβάλλουν τα άλογα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππιατρικόν
φόρος που επιβαλλόταν στους ιππιάτρους για την άσκηση του επαγγέλματος
2. φρ. «Ἱππιατρικῶν βιβλία δύο» — τίτλος ενός συμπληρωματικού εγχειριδίου ιππιατρικής που διαιρείται σε δύο βιβλία, τα οποία σώζονται ώς σήμερα, γραμμένου από άγνωστο μεταγενέστερο συγγραφέα.