λατομία

From LSJ
Revision as of 16:37, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱτομία Medium diacritics: λατομία Low diacritics: λατομία Capitals: ΛΑΤΟΜΙΑ
Transliteration A: latomía Transliteration B: latomia Transliteration C: latomia Beta Code: latomi/a

English (LSJ)

ἡ, quarrying of stone, PHib.71.7 (iii B.C.), IG42(1).102.17 (Epid.); τῷ στρώματι ib.40: mostly in plural, = quarries, Man. ap.J.Ap.1.26, Str.8.5.7, AP11.253 (Lucill.); of the quarries at Syracuse used as a prison, Plu.2.334c; also in sg., PCair.Zen.176.215 (iii B.C.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
carrière de pierres ; particul. à Syracuse les Latomies, carrière servant de prison.
Étymologie: λατόμος.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱτομία: ἡ, = λατομεῖον, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. lautumiae, Στράβ. 367, Ἀνθ. Π. 11, 253, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 44· τὰ ἐν Συρακούσαις λατομεῖα ἐχρησίμευον ὡς φυλακαί, Πλούτ. 2. 334C· πρβλ. λιθοτομία.

Greek Monolingual

η (Α λατομία) λατόμος
νεοελλ.
η λατόμηση
αρχ.
1. λατομείο
2. στον πληθ. αἱ λατομίαι
τετράγωνοι πελεκημένοι λίθοι, αγκωνάρια.

Greek Monotonic

λᾱτομία: ἡ, στον πληθ., όπως το Λατ. lautumiae, σε Ανθ.

Middle Liddell

λᾱτομία, ἡ,
in pl., like Lat. lautumiae, quarries, Anth.

German (Pape)

[λᾱ], ἡ, = λατομεῖον; Lucill. 83 (XI.253); Ath. I.7a; Ael. V.H. 12.44.