κόλερος

From LSJ
Revision as of 16:39, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλερος Medium diacritics: κόλερος Low diacritics: κόλερος Capitals: ΚΟΛΕΡΟΣ
Transliteration A: kóleros Transliteration B: koleros Transliteration C: koleros Beta Code: ko/leros

English (LSJ)

α, ον, (κόλος, ἔρος B) A short-wooled, οἶες Arist.HA596b5. 2 κολερά· νόθα, νωθρά, Hsch. (Accent varies in codd.; κόλερον Theognost.Can.131.)

Greek Monolingual

κόλερος, -α, -ον και κολερός, -ά, -όν (Α)
(για πρόβατα) αυτός που έχει κοντό τρίχωμα («εἰσὶ δ' εὐχειμερώτεραι αἱ πλατύκερκοι ὄϊες τῶν μακροκέρκων, καὶ αἱ κολεραὶ τῶν δασέων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + -ερος (< εἶρος «μαλλί»), πρβλ. έπερος, εύερος].

German (Pape)

(κόλοςἔριον), α, ον, kurzwollig, kurzhaarig, ὄϊες, Arist. H.A. 8.10.