συχνάζω
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
to be frequent, do or come frequently, = θαμίζω, EM299.31.
Greek (Liddell-Scott)
συχνάζω: μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν, = θαμίζω, Εὐστ. Πονημάτ. 242. 79, ἐτυμολ. Μέγ. 249. 21.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και συχνιάζω Ν συχνός / συχνιός]
πηγαίνω σε ένα μέρος συχνά, είμαι τακτικός θαμώνας κάπου.