κυνηγίς
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
κῠνηγ-ός, v. κυναγός.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγίς: κῠνηγός, ἴδε ἐν λ. κυναγός.
Greek Monolingual
κυνηγίς, -ίδος, ἡ (Α)
μτγν. θηλ. του κυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνηγός + κατάλ. -ίς (πρβλ. αιλουρίς, θωρακίς)].
German (Pape)
ίδος, ἡ, fem. zu κυνηγός, Titel einer Komödie des Philetärus, s. Meineke