διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: λωΐτερος | Medium diacritics: λωΐτερος | Low diacritics: λωίτερος | Capitals: ΛΩΙΤΕΡΟΣ |
Transliteration A: lōḯteros | Transliteration B: lōiteros | Transliteration C: loiteros | Beta Code: lwi+/teros |
v. λωΐων.
poét. c. λωΐων.
λωΐτερος: Hom. compar. к λωΐων.
λωΐτερος: ἴδε τὰ ἑπόμ.
λωΐτερος: βλ. το επόμ.
s. λωΐων.