γλυκύτης
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
English (LSJ)
ητος, ἡ, A sweetness of taste, Hdt.4.177, Thphr.CP6.9.4; ὑδάτων D.S.4.84, cf. Arr.Peripl.M.Eux.49. 2 sweetness, pleasantness, γ. φυσική, of life, Arist.Pol.1278b30; τῆς λέξεως D.H.Comp.11; μέλος καὶ γ. Phld.Mus.p.49K.; of persons, Plu.2.67b: in plural, delights, ἐπιθυμίαι πονηραὶ καὶ γλυκύτητες Phld.Lib.p.61 O.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
• Morfología: [ac. sg. γλυκύτηταν IIasos 386.1 (II/III d.C.)]
1 sabor dulce, dulzor de frutos, Hdt.4.177, Thphr.CP 6.9.4, de la miel, Herm.Mand.5.1.5, I.AI 3.28, de la leche, Aristid.Quint.71.12, de alimentos, Gal.17(2).180, de aguas op. lo ‘salobre’, D.S.4.84
•como concepto dulzor Plot.3.6.9, 4.4.29.
2 fig. dulzura, encanto γ. φυσική Arist.Pol.1278b30, cf. D.H.Comp.11.2, Phld.Mus.p.49K., ref. pers. γ. τοῦ νουθετοῦντος Plu.2.67b, πᾶσιν γλυκύτηταν ἔχων IIasos l.c., de Afrodita Cat.Cod.Astr.8(2).156.21, en plu. ἐπιθυμίαι ... καὶ γλυκύτητες Phld.Lib.p.61, de Cristo, 1Ep.Clem.14.3.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
douceur ; fig. charme, agrément.
Étymologie: γλυκύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλυκύτης -ητος, ἡ γλυκύς zoetheid (van smaak); overdr.: γλυκύτης φυσική natuurlijke zoetheid (van de heerlijkheid van het leven) Aristot. Pol. 1278b30.
Russian (Dvoretsky)
γλῠκύτης: ητος ἡ
1) сладкий вкус, сладость (τοῦ τοῦ λωτοῦ καρποῦ Her.; συκώδης Arst.);
2) пресность (ὑδάτων Diod.);
3) сладость, наслаждение, радость (τοῦ ζῆν Arst.);
4) ласковость, кротость (τῆς νουθεσίας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύτης: -ητος, ἡ, γλυκύτης τῆς γεύσεως, Ἡρόδ. 4. 177, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 9, 4. 2) εὐφροσύνη, ἡδύτης, τοῦ ζῆν Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 5· τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 11· ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 67B.
Greek Monotonic
γλῠκύτης: -ητος, ἡ (γλυκύς), γλυκύτητα, ηδύτητα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
German (Pape)
ητος, ἡ, das Süße, die Süßigkeit, Her. 4.177; übertragen, Freundlichkeit, Plut. ad. et am. discr. 38; λέξεως Dion.Hal. und a. Rhet., die es als ein besonderes σχῆμα anführen.