ὀπώριμος
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
English (LSJ)
= ὀπωρικός, Anon. ap. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπώριμος: -ον, = ὀπωροφόρος, καρποφόρος, «τοὺς βασιλικοὺς παραδείσους ἐξέτεμεν, οἳ δὴ πλέοι ὀπωρίμων δένδρων ἦσαν» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ὀπώρα.
Greek Monolingual
ὀπώριμος, -ον (Α)
οπωροφόρος, καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιμος πιθ. κατά το κάρπ-ιμος].
German (Pape)
= ὀπωρικός, Suid.