κεραστός

From LSJ
Revision as of 16:46, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραστός Medium diacritics: κεραστός Low diacritics: κεραστός Capitals: ΚΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kerastós Transliteration B: kerastos Transliteration C: kerastos Beta Code: kerasto/s

English (LSJ)

ή, όν, mixed, mingled, APl.4.83.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mêlé, mélangé.
Étymologie: κεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κεραστός: adj. verb. к κεράννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κεραστός: -ή, -όν, μεμιγμένος, ἀναμεμιγμένος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 83.

Greek Monolingual

κεραστός, -ή, -όν (Α) κεράννυμι
αναμεμιγμένος.

Greek Monotonic

κεραστός: -ή, -όν (κεράννυμι), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κεραστός, ή, όν κεράννυμι
mixed, mingled, Anth.

German (Pape)

adj. verb. zu κεράννυμι.