ἀντίξους
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
-ουν, contr. for ἀντίξοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. ἀντίξοος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίξους: стяж. = ἀντίξοος.
German (Pape)
zusammengezogen für ἀντίξοος.