ἀνημερόω
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
to clear of wild beasts, ἀ. κνωδάλων ὁδόν S.Fr.905.
Spanish (DGE)
pacificar, limpiar κνωδάλων ὁδόν el camino de monstruos S.Fr.905.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνημερόω: ἡμερώνω, καθαρίζω, ἐξ ἀγρίων θηρίων, ὃς παρακτίαν στείχων ἀνημέρωσα κνωδάλων ὁδὸν Σοφ. Ἀποσπ. 233.
Russian (Dvoretsky)
ἀνημερόω: приручать: ἀ. κνωδάλων ὁδόν Soph. очищать дорогу от диких зверей.