ὑψήγορος

From LSJ
Revision as of 16:48, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψήγορος Medium diacritics: ὑψήγορος Low diacritics: υψήγορος Capitals: ΥΨΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: hypsḗgoros Transliteration B: hypsēgoros Transliteration C: ypsigoros Beta Code: u(yh/goros

English (LSJ)

ον, grandiloquent, vaunting, A.Pr.320,362; sublime, Ph.1.473.

Russian (Dvoretsky)

ὑψήγορος: велеречивый или высокомерный (γλῶσσα, κομπάσματα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψήγορος: -ον, μεγαλήγορος, Αἰσχύλ. Πρ. 318, 360· ὑψηλὸς τὸ ὕφος, Φίλων 1. 473. ― Ἐπίρρ. -ρως, Κλήμ. Ἀλ. 802.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που μιλάει κομπαστικά, κομπορρήμων, αλαζόνας
2. (σχετικά με ύφος) υψηλός, μεγαλοπρεπής.
επίρρ...
ὑψηγόρως Α
με υψηλό, με μεγαλοπρεπές ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. μεγαλ-ήγορος, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὑψήγορος: -ον (ἀγορεύω), πολυλογάς, στομφώδης, μεγαλόστομος, κομπορρήμων, καυχησιάρης, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὑψ-ήγορος, ον, ἀγορεύω
talking big, grandiloquent, vaunting, Aesch.

English (Woodhouse)

boastful, proud, high sounding, puffed up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

hochredend, prahlend, γλῶσσα Aesch. Prom. 318, κομπάσματα 360.