συργάστωρ
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
-ορος, ὁ, v. σύργαστρος.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
1. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας εργάτης, ιδίως ημερομίσθιος
2. ως κύριο όν. Συργάστωρ
(κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα βαρβαρικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύργαστρος.
German (Pape)
ορος, ὁ, eigtl. *συρόγαστρος, Schleppbauch, den Bauch auf dem Boden hinschleppend, dah. eine Schlange, Dosiad. ara 2 (XV.26).
übertragen, ein gemeiner Mensch, ein Tagelöhner, Alciphr. 3.19, 63.