κρατέρωμα

From LSJ
Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτέρωμα Medium diacritics: κρατέρωμα Low diacritics: κρατέρωμα Capitals: ΚΡΑΤΕΡΩΜΑ
Transliteration A: kratérōma Transliteration B: kraterōma Transliteration C: krateroma Beta Code: krate/rwma

English (LSJ)

τό, kind of bronze, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτέρωμα: τό, «κρατερώματα· μῖξις χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

το
χημ. κράμα χαλκού και κασσιτέρου, γνωστό και ως μπρούντζος
2. φρ. «κρατέρωμα πυριτίου» — κράμα χαλκού και πυριτίου, αλλ. μπρούντζος πυριτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. bronze].

German (Pape)

τό, eine Mischung von Kupfer und Zinn, Messing, Hesych., auch κρᾶμα genannt.