διάμεστος

From LSJ
Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάμεστος Medium diacritics: διάμεστος Low diacritics: διάμεστος Capitals: ΔΙΑΜΕΣΤΟΣ
Transliteration A: diámestos Transliteration B: diamestos Transliteration C: diamestos Beta Code: dia/mestos

English (LSJ)

ον, brim-full, Antiph.246; δ. εἰς τὸ ἥμισυ exactly half full, Arist.Pr.922b36.

Spanish (DGE)

-ον
lleno completamente c. gen. τῶν πολλάκις θρυλουμένων (βρωμάτων) Antiph.240.3, τῶν ὑείων Macho 461, εἰς τὸ ἥμισυ δ. lleno hasta la mitad Arist.Pr.922b36, μυκηθμοῦ καὶ στόνου διάμεστον ἦν (τὸ θέατρον) Eun.VS 10.5.2
medic. pleno del pulso regular al tacto, Gal.19.404.

Russian (Dvoretsky)

διάμεστος: наполненный (εἰς τὸ ἥμισυ πίθος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διάμεστος: -ον, ἐντελῶς, πλήρης, Ἀντιφ. Ἀδήλ. 14· δ. εἰς τὸ ἥμισυ, ἀκριβῶς κατὰ τὸ ἥμισυ γεμᾶτος, Ἀριστ. Προβλ. 19. 50.

Greek Monolingual

διάμεστος, -ον (Α) μεστός
κατάμεστος.

German (Pape)

ganz voll, τινός, von etwas, Antiphan. bei Ath. II.45a; Arist. Probl. 19.50.