σκύτευσις
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
εως, ἡ,= σκυτεία, Arist.EE1219a21.
Russian (Dvoretsky)
σκύτευσις: εως (κῡ) ἡ шитье обуви, сапожное ремесло Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σκύτευσις: [ῡ], εως, ἡ, = σκυτεία, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 2. 1, 6.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α σκυτεύω
η πράξη του σκυτεύω, η κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία.
German (Pape)
ἡ, das Schuhmachen, Arist. eth. Eud. 2.1.