κυκνάριον

From LSJ
Revision as of 16:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνάριον Medium diacritics: κυκνάριον Low diacritics: κυκνάριον Capitals: ΚΥΚΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: kyknárion Transliteration B: kyknarion Transliteration C: kyknarion Beta Code: kukna/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of κύκνος III, Aët.7.8, Gal.14.765.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύκνος, Γαλην. 24. 765.

Greek Monolingual

κυκνάριον, τὸ (Α)
είδος κολλυρίου ή αλοιφής για τη θεραπεία της φλόγωσης τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυνάριον, παιδάριον). Το φάρμακο ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω του χρώματός του].

German (Pape)

τό, dim. von κύκνος, Galen.