σπληνῖτις
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek (Liddell-Scott)
σπληνῖτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν σπλῆνα, φλὲψ σπλ., αἱματοφόρον τι ἀγγεῖον τοῦ σπληνός, Συέννεσ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7, Ροῦφος.
Russian (Dvoretsky)
σπληνῖτις: ῐδος adj. f селезеночный (φλέψ Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπληνῖτις -ιδος, ἡ [σπλήν] van de milt, milt-.
German (Pape)
fem. zu σπληνίτης.