ἐΰσσελμος
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
ἐΰσσωτρος, Ep. for εὔσελμος, εὔσωτρος.
French (Bailly abrégé)
épq. c. εὔσελμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐΰσσελμος: Hom. = εὔσελμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐΰσσελμος: ἐΰσσωτρος, Ἐπικ. ἀντὶ εὔσελμος, εὔσωτρος.
Greek Monolingual
ἐΰσσελμος, -ον (Α)
βλ. εύσελμος.
Greek Monotonic
ἐΰσσελμος: ἐΰσ-σωτρος, Επικ. αντί εὔ-σελμος, εὔ-σωτρος.
German (Pape)
ep. = εὔσελμος.