διοικήτρια
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ἡ, housekeeper, Sch.Ar. Ec.212.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
ama de casa Hsch.s.u. ταμίη, Sch.Ar.Ec.212, Sch.E.Hipp.964D.
Greek (Liddell-Scott)
διοικήτρια: ἡ, ἡ τὸν οἶκον διευθύνουσα, οἰκονόμος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 212.
Greek Monolingual
διοικήτρια, η (Α)
η οικονόμος του σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του διοικητής.
German (Pape)
ἡ, Verwalterin, Schol. Ar. Eccl. 212.