ξυλοστεγής

From LSJ
Revision as of 16:56, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοστεγής Medium diacritics: ξυλοστεγής Low diacritics: ξυλοστεγής Capitals: ΞΥΛΟΣΤΕΓΗΣ
Transliteration A: xylostegḗs Transliteration B: xylostegēs Transliteration C: ksylostegis Beta Code: culostegh/s

English (LSJ)

ές, covered with wood, prob. in POxy.2146.13 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοστεγής: -ές, ἐστεγασμένος διὰ ξύλων, Μανασσ. Χρον. 397· ― ξυλόστεγος, ον, Κωδῖνος π. Πατρίων Κων)πόλεως σ. 8.

Greek Monolingual

ξυλοστεγής, -ές (ΑΜ, Μ και ξυλόστεγος, -ον)
αυτός που έχει ξύλινη στέγη, ξυλοσκέπαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + -στέγης (< στέγω «καλύπτω, στεγάζω»), πρβλ. λιθο-στεγής. Ο τ. ξυλόστεγος < ξύλον + -στεγος (< στέγη), πρβλ. χρυσό-στεγος].

German (Pape)

ξυλόστεγος.