θωρακοζώνη
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ἡ, cuirass-belt, Sch.Il.11.234.
Greek Monolingual
θωρακοζώνη, ἡ (Α)
η ζώνη του θώρακα.
German (Pape)
[ᾱ], ἡ, = ζωστήρ, Schol. Il. 11.234.