θωρακοζώνη

English (LSJ)

ἡ, cuirass-belt, Sch.Il.11.234.

Greek Monolingual

θωρακοζώνη, ἡ (Α)
η ζώνη του θώρακα.

German (Pape)

[ᾱ], ἡ, = ζωστήρ, Schol. Il. 11.234.