ἰδιοπάθεια

From LSJ
Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐοπάθεια Medium diacritics: ἰδιοπάθεια Low diacritics: ιδιοπάθεια Capitals: ΙΔΙΟΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: idiopátheia Transliteration B: idiopatheia Transliteration C: idiopatheia Beta Code: i)diopa/qeia

English (LSJ)

[ῐδ, πᾰ], ἡ, Medic., affection having a local origin, Gal. 8.31, al., Alex.Aphr.Pr.2.35.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιοπάθεια: ἡ, ἰδία ψυχικὴ πάθησις, τὸ αἰσθάνεσθαί τι μόνον δι᾿ ἑαυτόν, ἀντίθετον τῷ συμπάθεια, Γαλην. 7. 454, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 35.

Greek Monolingual

η (Α ἰδιοπάθεια) ιδιοπαθής
νόσος που έχει τοπική προέλευση
νεοελλ.
νόσος της οποίας η αιτιολογία είναι άγνωστη.

German (Pape)

ἡ, besondere, eigentümliche Gemütsstimmung oder Verhalten gegen gewisse Eindrücke, Gegensatz συμπάθεια, Sp.