κυμινοδόκη
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἡ, = κυμινοδόκον.
Greek Monolingual
κυμινοδόκη, ἡ (Α)
κυμινοδόκον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. ιστοδόκη, κυμοδόκη].
German (Pape)
[ῑ], ἡ, = κυμινοδόχη, Apollod. com. bei Poll. 10.93.