ὑποχάζομαι

From LSJ
Revision as of 16:59, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχάζομαι Medium diacritics: ὑποχάζομαι Low diacritics: υποχάζομαι Capitals: ΥΠΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hypocházomai Transliteration B: hypochazomai Transliteration C: ypochazomai Beta Code: u(poxa/zomai

English (LSJ)

aor. -κεκαδόμην (v. infr.):—give way before some one, ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο Il.4.497; καί οἱ . . Ζεὺς . . ὑποχάζεται A.R. 1.1101.

French (Bailly abrégé)

céder la place, céder devant, τινι.
Étymologie: ὑπό, χάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχάζομαι: (aor. ὑποκεκαδόμην) несколько отступать, подаваться назад (Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχάζομαι: ἀόρ. -κεκαδόμην ἀποθ., ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, κοινῶς «τραβιοῦμαι ’πίσω», ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο, «ὑπεσκεδάσθησαν» (Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ. 498· καί οἱ (δηλ. τῃ μητρὶ τῶν θεῶν) Ζεὺς ὑποχάζεται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1101.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) αποσύρομαι, υποχωρώ βαθμιαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χάζομαι «υποχωρώ, οπισθοχωρώ»].

Greek Monotonic

ὑποχάζομαι: Επικ. αόρ. βʹ -κεκαδόμην· αποθ., αποσύρομαι, υποχωρώ τμηματικά ή λιγάκι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

epic aor2 -κεκαδόμην
Dep.:— to give way gradually or a little, Il.

German (Pape)

(χάζομαι), dep. med., allmälig od. ein wenig weichen, zurückgehen, Sp.