Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαστροπεία

From LSJ
Revision as of 17:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροπεία Medium diacritics: μαστροπεία Low diacritics: μαστροπεία Capitals: ΜΑΣΤΡΟΠΕΙΑ
Transliteration A: mastropeía Transliteration B: mastropeia Transliteration C: mastropeia Beta Code: mastropei/a

English (LSJ)

ἡ, pandering, X.Smp.3.10, Plu.2.632e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
excitation à la débauche.
Étymologie: μαστροπεύω.

Russian (Dvoretsky)

μαστροπεία:побуждение к разврату, сводничество Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μαστροπεία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D.

Greek Monolingual

η (Α μαστροπεία) μαστροπεύω
η ιδιότητα και η ασχολία του μαστροπού, η παρακίνηση σε ασέλγεια και πορνεία, προαγωγεία, ρουφιανιά.

Greek Monotonic

μαστροπεία: ἡ, εξώθηση ενός άλλου στην πορνεία για προσωπικό όφελος, σε Ξεν.

Middle Liddell

μαστροπεία, ἡ,
a pandaring, Xen. [from μαστροπεύω

German (Pape)

ἡ, die Verkuppelung; Xen. Symp. 4.61; Plut. Symp. 2.1.