προπήδησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, A protrusion, ὀφθαλμῶν Polem.Phgn. 17. II dislocation, gloss on ἐκπάλεια, Sch.Orib.49.27.
Greek (Liddell-Scott)
προπήδησις: ἡ, τὸ πηδᾶν πρὸς τὰ ἐμπρός, Πολέμωνος Φυσιογν. 1. 6.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προπηδῶ
1. πήδημα προς τα εμπρός
2. προεκβολή προς τα εμπρός ή προς τα έξω («προπήδησις ὀφθαλμῶν», Πολ.)
3. εξάρθρωση.
German (Pape)
ἡ, das Hervorspringen, Polemo phys. 1.6.