τραχηλοκάκη
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχηλοκάκη: [ᾰ], ἡ, σιδηροῦς περίδεσμος τοῦ τραχήλου, κλοιός, Νικήτ. Χρον. 21, 6, πρβλ. ποδοκάκη.
German (Pape)
ἡ, Halseisen, Nicet.