μαχαιρώνιον
From LSJ
Full diacritics: μᾰχαιρώνιον | Medium diacritics: μαχαιρώνιον | Low diacritics: μαχαιρώνιον | Capitals: ΜΑΧΑΙΡΩΝΙΟΝ |
Transliteration A: machairṓnion | Transliteration B: machairōnion | Transliteration C: machaironion | Beta Code: maxairw/nion |
v. μαχαιρίων.
μᾰχαιρώνιον: τό, ξιφίον, «σπαθόχορτον» (ἐν Ζακύνθῳ: «ἀγριοκόκορος»), gladiolus, Διοσκ. 4. 20 (ἐκ τῶν Νόθων).
τό, dim. von μάχαιρα, bei Diosc. eine Pflanze, die auch ξίφιον heißt, gladiolus.