αἰολόστομος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ον, shifting in speech, of an oracle, A.Pr.661.
Spanish (DGE)
-ον ambiguo, contradictorio χρησμοί A.Pr.661.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la parole équivoque.
Étymologie: αἰόλος, στόμα.
Russian (Dvoretsky)
αἰολόστομος: многозначный, двусмысленный (χρησμός Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰολόστομος: -ον, ὁ ποικίλα καὶ ἀβέβαια σημαίνων, ἐπὶ χρησμῶν, δυσκρίτως εἰρημένων, Αἰσχύλ. Πρ. 661.
Greek Monotonic
αἰολόστομος: -ον (στόμα), μεταβλητός στη σημασία, αυτός που έχει αβέβαιη σημασία, λέγεται για έναν χρησμό, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
στόμα
shifting in speech, of an oracle, Aesch.
English (Woodhouse)
dark, enigmatic, hard to understand, not clear
German (Pape)
vieldeutig redend, rätselhaft, χρησμός Aesch. Prom. 664.